- πολυστερίνη
- η, Ν(χημ. τεχνολ.) ανεπιτυχής εμπορική ονομασία τού πολυμερούς πολυστυρόλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek